Η αντιμετώπιση της νόσου των καρωτίδων είναι παραδοσιακά χειρουργική.
Τα τελευταία, αρκετά, χρόνια γίνεται προσπάθεια να καθιερωθεί και η αντιμετώπιση με τοποθέτηση στεντ, όμως ακόμη και σήμερα σε όλες τις διαθέσιμες κατευθυντήριες οδηγίες η χειρουργική ενδαρτηρεκτομή διατηρεί το προβάδισμα.
Στόχος μας είναι η "αφαίρεση" της αθηρωματικής πλάκας από το αγγείο, οπότε και η ροή αίματος προς τον εγκέφαλο θα γίνεται ομαλά και χωρίς εμπόδια.
Στη χειρουργική αντιμετώπιση, μέσω μιας μικρής τομής στο πλάι του τραχήλου, φτάνουμε στο αγγείο, το οποίο και ανοίγουμε.
Κατόπιν, με ειδική τεχνική αφαιρούμε την πλάκα και κλείνουμε ξανά το αγγείο, πάντα με την τοποθέτηση και ενός εμβαλώματος (μπάλωμα), ώστε να αποφευχθεί μελλοντικά η επαναστένωσή του.
Αποτελεί μια πολύ ασφαλή τεχνική, η οποία έχει εξελιχθεί πάρα πολύ σε σχέση με λίγα χρόνια πριν, έχει ελάχιστες επιπλοκές και μπορεί να εφαρμοστεί και σε ασθενείς με σημαντικά συνοδά προβλήματα.
Στην ενδαγγειακή αντιμετώπιση, μέσω μίας παρακέντησης στη μηριαία αρτηρία (στον βουβώνα), οδηγούμε ειδικά σύρματα που περνούν μέσα από τη στένωση και "ανοίγουμε" τη στένωση με τη βοήθεια ενός στεντ.
Το πλεονέκτημα της μεθόδου είναι ότι γίνεται με τοπική αναισθησία και χωρίς τομή στον τράχηλο.
Το μειονέκτημά της είναι ότι η όλη διαδικασία της τοποθέτησης των ειδικών συρμάτων έως και μέσα από τη στένωση, μπορεί να δώσει ένα ανεπιθύμητο εγκεφαλικό επεισόδιο στον ασθενή, ακόμη και αν λάβουμε εξειδικευμένα μέτρα προστασίας.
Η πιθανότητα της συγκεκριμένης επιπλοκής αυτής είναι υψηλότερη στη διαδικασία τοποθέτησης στεντ, παρά στη χειρουργική διάνοιξη της καρωτίδας (έως και 2 φορές υψηλότερη).
Αυτός είναι και ο λόγος που κατά κανόνα η ενδαγγειακή αποκατάσταση των στενώσεων των καρωτίδων αρτηριών απευθύνεται κανονικά σε μια μικρή ομάδα ειδικών ασθενών, όπως σε υπερβολικά υψηλού κινδύνου ασθενείς, σε ασθενείς με ιστορικό χειρουργείου στον τράχηλο, με ιστορικό ακτινοβολίας του τραχήλου και ιδίως εάν οι παραπάνω κατηγορίες αφορούν και νεότερούς (!) ασθενείς.
Η φαρμακευτική αγωγή αφορά εκείνους τους ασθενείς που ενώ έχουν στενώσεις στις έσω καρωτίδες, αυτές δεν είναι υποψήφιες για χειρουργική ή ενδαγγειακή αντιμετώπιση.
Στην περίπτωση αυτή φάρμακα εκλογής είναι η ασπιρίνη (εντεροδιαλυτή σε χαμηλές δόσεις) και οι στατίνες (φάρμακα "για τη χοληστερίνη").
Αυτές οι δύο κατηγορίες φαρμάκων σε συνδυασμό με την τροποποίηση του τρόπου ζωής του ασθενούς (π.χ. διακοπή καπνίσματος) φαίνεται πως αποτρέπουν σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό την εξέλιξη και επιδείνωση της στένωσης καθώς επίσης μειώνουν τον συνολικό καρδιαγγειακή κίνδυνο.
Ο κανόνας σήμερα και η επικρατούσα διεθνώς άποψη είναι ότι η αντιμετώπιση της νόσου των καρωτίδων είναι κατά βάση χειρουργική, ενώ γίνεται σοβαρή προσπάθεια για την τοποθέτηση της σωστής ένδειξης για τον κάθε ένα ασθενή.