Συχνά δεν υπάρχουν συμπτώματα. Η ποσότητα του αίματος που φτάνει στα κάτω άκρα, αν και ελαττωμένη, επαρκεί για τις καθημερινές δραστηριότητες του ασθενούς.
Πόνος, κράμπες, αίσθημα κόπωσης στα πόδια κυρίως μετά από κάποια συγκεκριμένη απόσταση περπατήματος είναι ενδεικτικά πιθανής ύπαρξης περιφερικής αρτηριοπάθειας.
Μάλιστα, τα ενχολήματα είναι κατά κανόνα τόσο έντονα που οδηγούν σε διακοπή της βάδισης για λίγα μόνο λεπτά και επανέναρξη κατόπιν (πόνος κατά τη βάδιση - διαλείπουσα χωλότητα).
Αυτό συμβαίνει γιατί όσο η πάθηση εξελίσσεται, η ποσότητα του αίματος που δέχονται τα πόδια γίνεται όλο και μικρότερη.
Μόλις, λοιπόν, ο ασθενής αρχίσει να περπατά (αυξήσει δηλαδή της απαιτήσεις των ποδιών για αίμα) μετά από κάποια μέτρα βάδισης (ίδια περίπου κάθε φορά), οι μύες των ποδιών δεν έχουν "καύσιμο" και συνεπώς "διαμαρτύρονται" με πόνο, κράπμες, κόπωση κ.α...
Η σύντομη διακοπή για λίγα έστω λεπτά μειώνει τις απαιτήσεις των ποδιών για αίμα και έτσι σταματά ο πόνος.
Σε πιο προχωρημένες καταστάσεις, πόνος κυρίως στα δάχτυλα των ποδιών ή στον άκρο πόδα μπορεί να υπάρχει ακόμα και στην ηρεμία, όχι δηλαδή μόνο μετά από βάδιση.
Σε βαριές καταστάσεις η αιμάτωση είναι τόσο περιορισμένη που δεν επαρκεί για τη διατήρηση της ζωής των κάτω άκρων και έτσι αρχίζουν να εμφανίζονται πληγές (έλκη) ή κάποιο/α δάχτυλα ή η πτέρνα να μαυρίζουν... αυτές είναι καταστάσεις που με την κατάλληλη πρόληψη και ιατρική βοήθεια γίνονται όλο και πιο σπάνιες.