Η διάγνωση της περιφερική αρτηριακής νόσου ξεκινάει με την προσεκτική λήψη του ιστορικού του ασθενούς εστιάζοντας σε παράγοντες κινδύνου (π.χ. κάπνισμα) και στη ύπαρξη χαρακτηριστικών συμπτωμάτων (π.χ. διαλείπουσα χωλότητα).
Σημαντικό εργαλείο στην ανάδειξη ή παρακολούθηση της πορεία της νόσου είναι η μέτρηση της πίεσης στα κάτω άκρα και η σύγκριση με αυτή στα άνω άκρα (κνημοβραχιόνιος δείκτης πίεσης).
Εξαιρετικά πολύτιμη είναι η χρήση των υπερήχων (στην ελληνική καθομιλουμένη "τρίπλεξ") στη μελέτη των αρτηριών των κάτω άκρων.
Μπορούμε να αποκαλύψουμε την ύπαρξη σημαντικών στενώσεων, να εντοπίσουμε τη θέση τους και τη σημαντικότητά τους, να δούμε τα χαρακτηριστικά της ροής του αίματος μετά τις στενώσεις καθώς και να εντοπίσουμε άλλες παθολογίες, όπως περιφερικά ανευρύσματα.
Με τις παραπάνω μεθόδους εντοπίζουμε και παρακολουθούμε την εξέλιξη της νόσου - τροποποιούμε την αγωγή μας, τα μεσοδιαστήματα επανεξέτασης.
Όταν όμως λάβουμε απόφαση ότι πλέον ήρθε η στιγμή παρέμβασης απαιτείται πλέον αγγειογραφικός έλεγχος.
Με την αγγειογραφία βλέπουμε πλέον με εξαιρετική ακρίβεια όλο το αρτηριακό δίκτυο των κάτω άκρων και εντοπίζουμε αναλυτικά τη θέση κάθε στένωσης, το μέγεθός της καθώς και την ύπαρξη αποφράξεων.
Υπάρχουν κυρίως τρεις τύποι αγγειογραφίας - η κλασσική ψηφιακή αγγειογραφία, η οποία και αποτελεί την πλέον αξιόπιστη μέθοδο ακόμη και σήμερα, η αξονική αγγειογραφία (γίνεται σε αξονικό τομογράφο) και η μαγνητική αγγειογραφία (σε μαγνητικό τομογράφο).
Κάθε μέθοδος έχει τα πλεονεκτήματα και τους περιορισμούς της και ανάλογα με την έκταση και θέση κάθε βλάβης και τα χαρακτηριστικά του ασθενούς, ο αγγειοχειρουργός θα επιλέξει την πλέον κατάλληλη μέθοδο.